σύντομος

σύντομος
-η, -ο
επίρρ.
1. ο μικρής διάρκειας ή απόστασης: Σε σύντομο διάστημα έφτασε πολύ ψηλά. – Ακολούθησε τον πιο σύντομο δρόμο.
2. βραχυλογικός: Διατυπώνει τα νοήματά του με σύντομες φράσεις.
3. αυτός που εκφράζεται με λίγα λόγια: Για να μη σας κουράσω, θα είμαι πολύ σύντομος στην ομιλία μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σύντομος — cut short masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύντομος — η, ο / σύντομος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύντομος A 1. ο μικρής διάρκειας ή απόστασης, βραχύς (α. «σύντομος δρόμος» β. «σύντομο διάλειμμα» γ. «ἀλλ ἔστιν ἀτραπὸς ξύντομος τετριμμένη», Αριστοφ.) 2. βραχυλογικός, λακωνικός, συνοπτικός (α. «σύντομη… …   Dictionary of Greek

  • συντομώτερον — σύντομος cut short masc acc comp sg σύντομος cut short neut nom/voc/acc comp sg σύντομος cut short adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύντομος — σύντομος , σύντομος cut short masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντομωτάτων — σύντομος cut short fem gen superl pl σύντομος cut short masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντομωτέρων — σύντομος cut short fem gen comp pl σύντομος cut short masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντομώτατα — σύντομος cut short adverbial superl σύντομος cut short neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντομώτατον — σύντομος cut short masc acc superl sg σύντομος cut short neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντόμως — σύντομος cut short adverbial σύντομος cut short masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύντομον — σύντομος cut short masc/fem acc sg σύντομος cut short neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”