σύντομος — cut short masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύντομος — η, ο / σύντομος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύντομος A 1. ο μικρής διάρκειας ή απόστασης, βραχύς (α. «σύντομος δρόμος» β. «σύντομο διάλειμμα» γ. «ἀλλ ἔστιν ἀτραπὸς ξύντομος τετριμμένη», Αριστοφ.) 2. βραχυλογικός, λακωνικός, συνοπτικός (α. «σύντομη… … Dictionary of Greek
συντομώτερον — σύντομος cut short masc acc comp sg σύντομος cut short neut nom/voc/acc comp sg σύντομος cut short adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύντομος — σύντομος , σύντομος cut short masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντομωτάτων — σύντομος cut short fem gen superl pl σύντομος cut short masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντομωτέρων — σύντομος cut short fem gen comp pl σύντομος cut short masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντομώτατα — σύντομος cut short adverbial superl σύντομος cut short neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντομώτατον — σύντομος cut short masc acc superl sg σύντομος cut short neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντόμως — σύντομος cut short adverbial σύντομος cut short masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύντομον — σύντομος cut short masc/fem acc sg σύντομος cut short neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)